χιλιακισμύριοι

χιλιακισμύριοι
-ες, -α, Ν
(αριθμτ. επίθ.) δέκα εκατομμύρια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χιλιάκις + μύριοι. Η λ. μαρτυρείται από το 1856 στο Λεξικόν Γαλλοελληνικόν και Ελληνογαλλικόν τού Σκ. Δ. Βυζαντίου].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”